μοναχικός

μοναχικός
-ή, -ό (ΑΜ μοναχικός, Μ και μοναχιχός, -ή, -όν) [μοναχός]
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει σε μοναχό, ο μοναστικός («περιεβλήθη το μοναχικό σχήμα»)
νεοελλ.
1. απόμερος, απομονωμένος («μοναχικό σπίτι»)
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε έναν μόνο («τό έχει μοναχικό του το δωμάτιο»)
3. αυτός που τού αρέσει να ζει μόνος, που τού αρέσει η μοναξιά («είναι πολύ μοναχικός άνθρωπος»)
4. φρ. «μοναχικός βίος» — ο μοναχισμός
μσν.
1. μόνος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μοναχικόν
τίτλος που παίρνει ο μοναχός μετά τη διαδικασία τής κουράς
3. φρ. α) «μοναχικὴ πολιτεία» — τρόπος ζωής μοναχών, ο μοναχικός βίος
β) «γίνομαι εἰς τὴν μοναχικὴν ζωήν» — ντύνομαι το μοναχικό σχήμα, γίνομαι μοναχός
μσν.-αρχ.
το ουδ. ως ουσ. ο μοναχικός βίος
αρχ.
(το ουδ. ως κύριο όν.) Μοναχικόν
τίτλος έργου τού Ευαγρίου.
επίρρ...
μοναχικώς και -ά (Μ μοναχικῶς και -ά)
με τρόπο που αρμόζει σε μοναχούς
μσν.
μόνον, απλώς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μοναχικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοναχικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει σε μοναχούς, μοναστικός, καλογερίστικος: Μοναχικός βίος. 2. αυτός που είναι μόνος, απομονωμένος: Αγόρασε ένα μοναχικό σπίτι για να περνάει τα καλοκαίρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μοναχικά — μοναχικός of neut nom/voc/acc pl μοναχικά̱ , μοναχικός of fem nom/voc/acc dual μοναχικά̱ , μοναχικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοναχικῶν — μοναχικός of fem gen pl μοναχικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοναχικόν — μοναχικός of masc acc sg μοναχικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοναχικοῖς — μοναχικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοναχικοῦ — μοναχικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοναχικούς — μοναχικός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοναχικῆς — μοναχικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοναχικῇ — μοναχικός of fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”